- μαυροπούλι
- το-ιού, το πουλί ψαρόνι, ο στούρνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαυροπούλι — το ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού Sturnus unicolor, συγγενικού με το ψαρόνι … Dictionary of Greek
ψαρόνι — (sturnus vulgaris). Πτηνό της οικογένειας των Στουρνιδών, της εκτεταμένης και ετερογενούς υποτάξης των ωδικών. Έχει μήκος 20 24 εκ., από τα οποία 6 εκ. της ουράς, και μαυριδερό χρώμα με άσπρες βούλες. Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας … Dictionary of Greek
ψαρόνι — το είδος πουλιού, ψαροπούλι, μαυροπούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)